ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΔΙΚΙΔΗΣ

«Υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ αποσιωπήσεις την αλήθεια, όπως υπάρχουν και πολλοί τρόποι να την πεις. Εμείς αντλούμε την αισθητική καθώς και την ηθική μας από τις ανάγκες του αγώνα μας», σημείωνε σ’ ένα κείμενό του ο Μπ. Μπρεχτ. Σ’ αυτές τις ηθικές αρχές στηρίχτηκε πάντοτε η εικαστική δημιουργία ενός σημαντικού μας, αλλά όχι τόσο γνωστού στο πλατύ κοινό, καλλιτέχνη, του Δημήτρη Περδικίδη (1922-1989). Ξεχωριστή στιγμή στα εικαστικά δρώμενα του τόπου μας, η μεγάλη αναδρομική παρουσίαση έργων του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη.

Ο Δ. Περδικίδης, δημιουργός με σημαντική παρουσία στο χώρο της ευρωπαϊκής τέχνης, έζησε και έδρασε στη Μαδρίτη, συμμετέχοντας ενεργά στα κινήματα που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της σύγχρονης ισπανικής τέχνης, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί ποτέ την ιδιαιτερότητα της καταγωγής του. Τα έργα του, καρπός συστηματικής καλλιτεχνικής έρευνας και κοινωνικού προβληματισμού, αποκαλύπτουν έναν καλλιτέχνη με ιδιαίτερη ευαισθησία, αλλά και βαθιά κοινωνική συνείδηση.

«Ο Δ. Περδικίδης συγκαταλέγεται στους καλλιτέχνες εκείνους για τους οποίους η τέχνη είναι πάνω απ’ όλα πράξη επαναστατική», αναφέρει στον κατάλογο της έκθεσης η Μ. Κοτζαμάνη, που επιμελήθηκε και την έκθεση. «Με βαθιά ριζωμένες μέσα του τις ιδέες μιας αγωνιστικής Αριστεράς… και με αντιστασιακό παρελθόν, ο καλλιτέχνης δεν έπαψε να αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο όπου η τέχνη θ’ αποκτούσε ξανά τον πρωταρχικό κοινωνικό και ευρύτερα πολιτισμικό της χαρακτήρα». «Οπως ο ίδιος έλεγε, “αν δεν υπήρχε τέχνη, θα κυριαρχούσε στον κόσμο μόνο ο λόγος της άρχουσας τάξης”».

Ο Δ. Περδικίδης γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1950, αφού διέκοψε το 1942 τις σπουδές του για να συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, πιστεύοντας, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή, ότι πολιτική και τέχνη είναι αλληλένδετες. Τελείωσε μετά τον πόλεμο τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ, αντιμετωπίζοντας ωστόσο πολλές δυσκολίες λόγω της χαρακτηρισμένης «αντεθνικής του δράσης» και των πολιτικών φρονημάτων του. Για να επιβιώσει άρχισε να φιλοτεχνεί πορτρέτα επώνυμων Αθηναίων. Το 1953, με υποτροφία της ισπανικής κυβέρνησης, εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη και συνέχισε τις σπουδές του, ενώ παράλληλα ειδικεύτηκε στη χαρακτική και στη συντήρηση.

Μαδρίτη, 1972 Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικαστικής του προσωπικότητας έπαιξε η άμεση επαφή του με τα έργα των μεγάλων δασκάλων της ισπανικής παράδοσης Δ. Θεοτοκόπουλου, Βελάσκεθ και προπαντός τα έργα της «μαύρης περιόδου» του Γκόγια. «Εγώ διάλεξα την Ισπανία των μεγάλων δασκάλων της ζωγραφικής. Με ενδιέφερε να μελετήσω από κοντά το έργο του Βελάσκεθ, του Γκρέκο, το συγκλονιστικό έργο του Γκόγια, ιδιαίτερα εκείνο της “μαύρης περιόδου”. Με ενδιέφερε η σκοτεινή δύναμη της ισπανικής ζωγραφικής, η αλήθεια και η υπερβολή της, το μεγαλείο, η τραγικότητά της. Αυτή τη βαθιά αίσθηση της “ισπανικότητας” ήθελα να διερευνήσω, όπως τόσο μοναδικά εκφράζεται μέσα στις ακραίες καταστάσεις του κόκκινου και του μαύρου, στις εναλλαγές του φωτός και του σκότους, του αίματος και του θανάτου, του πάθους και της εγκαρτέρησης, του οικείου και ανοίκειου. Αυτά τα οικουμενικά στοιχεία της μεγάλης ζωγραφικής παράδοσης έψαχνα εγώ να βρω πηγαίνοντας στην Ισπανία. Και τελικά δε βγήκα γελασμένος…».

Αλλά και το εικαστικό «γίγνεσθαι» της σύγχρονης ισπανικής τέχνης δεν τον άφησε αδιάφορο. Ηταν η εποχή που το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο είχε αρχίσει να δείχνει μεγάλη ανεκτικότητα στα ριζοσπαστικά κινήματα και στις νέες προτάσεις μιας γενιάς πρωτοπόρων και προικισμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι έμελλε να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της ισπανικής τέχνης και να επιβάλουν δυναμικά την παρουσία τους στο εξωτερικό. Ο εικαστικός προβληματισμός του Δ. Περδικίδη ακολούθησε τις κατευθύνσεις της ισπανικής πρωτοπορίας και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στις γνωστές καλλιτεχνικές ομάδες «Ελ Πάσο» και «Dau al Set». Το 1957 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Μαδρίτη, η οποία επαινέθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς. Η έκθεση αυτή, αλλά και τα βραβεία που απέσπασε (1958, 1961), ήταν η αρχή μιας λαμπρής και δημιουργικής σταδιοδρομίας.

Από τη «Ρωμιοσύνη» του Γ. Ρίτσου Στα έργα αυτής της περιόδου (εποχή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού) η επιφάνεια του πίνακα μετατρέπεται σε συγκλονιστική μαρτυρία μιας νέας κατάστασης, που εμπεριέχει όλους τους χρόνους και όλες τις διαδοχικές φάσεις της εικαστικής δημιουργίας:
Την τόλμη και την αποφασιστικότητα της χειρονομιακής γραφής, την ένταση και την αισθαντικότητα της βιωμένης εμπειρίας. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το αποτέλεσμα, ο καλλιτέχνης επιλέγει υλικά από διάφορες πηγές – κουρελιασμένα ή καμένα κομμάτια ύφασμα, γάζες, χαρτόνια κ.ά. – περιορίζοντας συγχρόνως τη χρωματική του κλίμακα σε δύο κυρίως δραματικά και αρχετυπικά χρώματα: Στο θανατερό μαύρο της απόλυτης σιωπής και στο αιματηρό κόκκινο του ακραίου πάθους. Οπως είχε πει σε συνέντευξή του ο καλλιτέχνης, «σε καμιά περίπτωση δε θέλησα να γίνω ένας παθητικός και αντικειμενικός θεατής του κόσμου που με περιβάλλει».

 

περισσότερα