Μάνος Κατράκης

Γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1912 στο Καστέλι Κισσάμου. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.

Γρήγορα πάντως το …ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία “Το λάβαρο του ’21” (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο “Εθνικό Θέατρο” (1931). Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο)

Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935 όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο και εργάσθηκε συνεχώς σ΄ αυτό μέχρι το 1942. Το επόμενο έτος 1943 όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946 όταν επαναπροσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο για ένα έτος.

Κατόπιν ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή και ανέκοψαν κάθε καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία , ακολούθησε η ένταξή του στο ΕΑΜ και στην αριστερά, που τον έβαλαν αργότερα στο στόχαστρο των συντηρητικών παρατάξεων. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952.

Όμως οι απάνθρωπες συνθήκες της εξορίας δεν πτόησαν το φρόνημα του μεγάλου ηθοποιού και ανθρώπου και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει το κουράγιο να συνεχίσει στη ζωή. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.

Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο αφού κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το δυναμικό ταλέντο του.

Επίσης το 1951 – 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή στους Δελφούς και Αθήνα όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στο θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 κατάρτισε δικό του θίασο. Από του 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου» στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.

Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων. Δυστυχώς η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιουργεί με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθενεί. Μανιώδης καπνιστής σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνείται να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας και γρήγορα θα φανούν τα αρνητικά αποτελέσματα. Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας και καλύτερης ταινίας, -στην οποία πρωταγωνίστησε, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο (Ταξίδι στα Κύθηρα)- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 72 ετών.

 

περισσότερα