Δημήτρης Μητρόπουλος

Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1896 (ο ίδιος έδινε ως ημερομηνία την 1η Μαρτίου) στην οδό Αγίου Μάρκου 15 στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο πατέρας του, Γιάννης, διατηρούσε κατάστημα δερμάτινων ειδών. Το 1905 γεννήθηκε η αδελφή του Ελένη και το 1910 η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Τρίτωνος 13 στο Παλαιό Φάληρο.

Σε ηλικία πέντε ή έξι ετών, ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε σκαλίσει μια φλογέρα και έπαιζε μόνος του. Ηταν ένα ξεχωριστό παιδί με έμφυτη κλίση στην μουσική, πρόωρα ανεπτυγμένο και με έντονες πνευματικές ανησυχίες που πριν την εφηβεία, ακόμα, είχαν ξεπεράσει, από την άποψη των πνευματικών αναζητήσεων, τα εξαιρετικά αυστηρά και θρησκευτικά ήθη της οικογένειάς του.

Η πρώτη του επαφή με την μουσική παιδεία πραγματοποιήθηκε όταν ήταν εννέα ετών, αρχίζοντας μαθήματα πιάνου με έναν Ιταλό ονόματι del Buono. Η μουσική του εκπαίδευση συνεχιζόταν παράλληλα με το Βαρβάκειο σχολείο από το οποίο αποφοίτησε το 1912 με τον βαθμό «Καλώς».

Από τα 11 ως τα 14 του ο Δημήτρης Μητρόπουλος δεν μπορούσε να εγγραφεί στο Ωδείο, ωστόσο ήδη ησχολείτο με την «διεύθυνση», καθώς τα Σαββατιάτικα απογεύματα διοργάνωνε μουσικές συγκεντρώσεις στο σπίτι του, με φίλους του, στους οποίος είχε διδάξει δικές του συνθέσεις.

Ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης ήταν ο καθηγητής βασικής θεωρίας της Μουσικής του Δημήτρη Μητρόπουλου που γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών το 1910. Πιάνο δίδασκε τον Μητρόπουλο, ο Γεώργιος Αγαπητός, όμως στην διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 1911-1912 ο Δημήτρης εγκατέλειψε το Ωδείο, καθώς ο πατέρας του αν και λάτρης της μουσικής και υπερήφανος για το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του γιου του, ήθελε τον Δημήτρη …δικηγόρο (!) ή …αξιωματικό του ναυτικού (!).

Τις παρτιτούρες αντικατέστησε προς στιγμήν ο «Αστικός Κώδικας», ωστόσο η έλλειψη κινήτρων και οι επιδόσεις του Μητρόπουλου στην Νομική Σχολή ήταν τόσο κακές που ο Γιάννης Μητρόπουλος δεν ξαναμίλησε ποτέ – ευτυχώς! – για ανάλογες …σταδιοδρομίες. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ξανάρχισε τα μαθήματα στο Ωδείο το καλοκαίρι του 1912. Ο Armand Marsick είχε βρει στο πρόσωπο του Δημήτρη Μητρόπουλου, τον μαθητή που ονειρεύεται κάθε δάσκαλος και το καλοκαίρι του 1912, μαζί με τον συμφοιτητή του Γεώργιο Σκλάβο τους προσκάλεσε στο σπίτι της Ιταλίδας γυναίκας του στην Ρώμη. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μητρόπουλος ήλθε σε επαφή με μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη και η εμπειρία ήταν καταλυτική, καθώς ο πλούτος της ιστορίας της «Αιώνιας Πόλης» διεύρυνε τους ορίζοντες του νεαρού Αθηναίου, ιδιαίτερα η ανακάλυψη της ζωής και των γραπτών του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης, τον οποίο ο Μητρόπουλος όσο μελετούσε, τόσο περισσότερο ταυτιζόταν μαζί του.

Η μέθοδος των δοκιμών του Δημήτρη Μητρόπουλου με την ορχήστρα είχε τις ρίζες της στην μελέτη του Αγίου Φραγκίσκου και ιδιαίτερα στον Ογδοο Κανόνα της «Επιστολής προς του Πιστούς» που πρέπει να γράφτηκε το 1215.

Στις 22 Μαρτίου 1913 ο Δημήτρης Μητρόπουλος πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως συνθέτης και πιανίστας, το 1913-1914 προήχθη στη μέση σχολή του πιάνου, ενώ οι τιμές και η αναγνώριση άρχισαν να έρχονται το επόμενο έτος, οπότε πέρασε και στην ανωτέρα σχολή πιάνου, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα και συνθετική δραστηριότητα. Το γεγονός της χρονιάς ήταν ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως μαέστρος διευθύνοντας το συμφωνικό του ποίημα

Την περίοδο αυτή ο Δημήτρης Μητρόπουλος κατετάχθη ως εθελοντής στον στρατό, γνωρίζοντας ότι θα υπηρετήσει για πέντε χρόνια, ωστόσο λόγω ειδικών ικανοτήτων του ανατέθηκε διατεταγμένη υπηρεσία στην μπάντα της Στρατιωτικής Φρουράς Αθηνών, όπου η μόνη κενή θέση ήταν εκείνη του τυμπανιστή. Ο Μητρόπουλος δεν είχε μελετήσει τύμπανο ποτέ του, ωστόσο το έμαθε τόσο καλά, ώστε όχι μόνο ήταν αυτός που έδινε τον ρυθμό στην ορχήστρα, αλλά η εκμάθηση του οργάνου τον έκανε αργότερα να δίνει ιδιαίτερο βάρος στο fortissimo των κρουστών, ενώ μέχρι σήμερα η Καρέκλα του Πρώτου Τυμπάνου της ορχήστρας της Μιννεσότα φέρει το όνομά του: «Δημήτρης Μητρόπουλος». Ο Μητρόπουλος αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών με άριστα σε όλα τα μαθήματα την άνοιξη του 1919 σε ηλικία 23 ετών, έχοντας εμφανιστεί στο κοινό ως πιανίστας 14 φορές, τέσσερεις φορές συνοδεύοντας κάποιο βιολιστή, εννέα φορές κάποιο τραγουδιστή και μια φορά σε ένα πρόγραμμα μουσικής δωματίου.

Το καλοκαίρι του 1919 ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου, καθώς η προσοχή του ήταν στραμμένη στην σύνθεση και τον έρωτα: μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού είχε συνθέσει ένα τραγούδι με τον τίτλο «Κασσιανή» που αφιέρωσε στην Κατίνα Παξινού που μοιράστηκε με τον νεαρό συνθέτη την ερωτική φλόγα εκείνου του καλοκαιριού η οποία όμως δεν αναζωπυρώθηκε ποτέ ξανά και έμειναν ως το τέλος της ζωής τους αφοσιωμένοι φίλοι.

Η γνωριμία όμως της Παξινου με τον Μητρόπουλο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ζωή του μαέστρου, καθώς οι δύο συνέλαβαν το φιλόδοξο σχέδιο να ανεβάσουν μια πλήρη παραγωγή της όπερας του Μητρόπουλου «Αδελφή Βεατρίκη», με την Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Η όπερα ανέβηκε βιαστικά – για τα δεδομένα της εποχής το εγχείρημα ήταν τολμηρό – οι κριτικές των ελλήνων ήταν από συγκαταβατικές ως ιδιαίτερα σκληρές για την «μαθητική μουσική» του μαέστρου, ωστόσο στο δεύτερο ανέβασμα της όπερας, στις 13 Μαΐου 1920, ανάμεσα στο ακροατήριο βρισκόταν και ο «Νέστορας» της γαλλικής μουσικής Camile Saint-Saens. O Saint-Saens βρισκόταν στο Αλγέρι τον χειμώνα του 1920 και αποδεχόμενος πρόσκληση του διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γεωργίου Νάζου, ήλθε στην Ελλάδα στις 24 Απριλίου 1920, και η επίσκεψή του μετετράπη σε Φεστιβάλ Saint-Saens από την 6η ως την 16η Μαίου.

Ο Saint-Saens επιστρέφοντας στο Παρίσι έγραψε ένα άρθρο για την παραμονή του στην Ελλάδα στο έντυπο Les Annales (no 1935 – 25 Ιουλίου 1920), το οποίο περιείχε ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια για τον Μητρόπουλο.

Ως αποτέλεσμα του άρθρου, η Συμβουλευτική Επιτροπή του Ωδείου συνήλθε σε ειδική συνεδρίαση και αποφασίσθηκε να τιμηθεί ο Μητρόπουλος με ένα επίδομα για να συνεχίσει τις σπουδές του στις Βρυξέλλες. Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας ο Μητρόπουλος ήταν υποχρεωμένος να επικεντρωθεί στην μελέτη του εκκλησιαστικού οργάνου ώστε, επιστρέφοντας στην Αθήνα, να εγκαινιάσει την σπουδή του στο Ωδείο Αθηνών. Ο Μητρόπουλος δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το όργανο αυτό, όμως αν οι σπουδές του σε αυτό του επέτρεπαν να ζήσει στις Βρυξέλλες, ήταν πρόθυμος να το κάνει και έτσι υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα και τον Αύγουστο του 1920 αποχαιρέτησε τους φίλους του, την Κατίνα Παξινού και την Ελλάδα.

Το οικονομικό στήριγμα που αναζητούσε ο Μητρόπουλος, δεν ήλθε τελικά από το Ωδείο Αθηνών, αλλά από τον εύπορο Αθηναίο τραπεζίτη, Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, η γυναίκα του οποίου, Μαρία, είχε γοητευθεί από τον νεαρό μαέστρο και υπήρξε το σημαντικότερο πρόσωπο στην ζωή του. Η, ευρύτατης μόρφωσης και καλλιέργειας, Μαρία Νεγρεπόντη στήριξε τον Μητρόπουλο σε όλη του την ζωή, διατηρούσε αλληλογραφία μαζί του επί 20 συναπτά έτη, διαισθανόμενη όμως την προσέγγιση του μοιραίου, έκαψε όλα αυτά τα γράμματα, λέγοντας στην Καίτη Κουτσογιάννη η οποία θεωρούσε τον εαυτό της ως την μόνη γυναίκα στην ζωή του μαέστρου, ότι «η προσωπική αλληλογραφία δεν προσφέρεται προς δημόσια κατανάλωση».

 

περισσότερα