Η Λότζια του Ηρακλείου
Ήταν κατά την ενετοκρατία ο επίσημος χώρος συγκέντρωσης ευγενών και αρχόντων που συζητούσαν για διάφορα θέματα οικονομικά, εμπορικά, πολιτικά που απασχολούσαν την πόλη, ή περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, κάτι σαν συνδυασμός ενός σημερινού επιμελητηρίου και λέσχης.
Η Λότζια που σώζεται σήμερα είναι η τέταρτη κατά σειρά, οι άλλες που έγιναν κατά καιρούς εγκαταλείφθηκαν λόγω της θέσης τους ή καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου. Η τελευταία κτίστηκε περίπου το 1628 από τον γενικό προβλεπτή Φραγκίσκο Μοροζίνη, γνωστό και από την ομώνυμη κρήνη στο κέντρο της πόλης. Βρίσκεται δίπλα στην οπλαποθήκη (Armeria) και πρόκειται για ορθογώνιου σχήματος διώροφο κτίσμα με κίονες δωρικού ρυθμού στο ισόγειο και κίονες ιωνικού ρυθμού στον α’ όροφο. Στις γωνίες υπήρχαν τετράγωνες παραστάδες. Το μεταξύ των κιόνων τμήμα στο ισόγειο είχε χαμηλό θωράκιο, ενώ το μεσαίο ήταν ανοικτό και αποτελούσε την κυρία είσοδο που ήταν επί της σημερινής οδού 25ης Αυγούστου που τότε ήταν γνωστή με το όνομα Ruga Maistra. Στο επάνω μέρος του ισογείου υπήρχε διάζωμα που αποτελούνταν από τρίγλυφα και μετώπες στις οποίες εικονίζονταν ανάγλυφα διάφορες παραστάσεις όπως ο λέοντας του Αγ. Μάρκου, τρόπαια, πανοπλίες και άλλα. Το αντίστοιχο διάζωμα του ορόφου, που δεν έγινε, στήριζε κορωνίδα δρύφακτο με αγάλματα.
Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους η λότζια χάνει την παλιά της ταυτότητα και αίγλη. Ο νέος κατακτητής δεν είχε ανάγκη για τέτοιου είδους οικοδόμημα που μετατρέπεται τώρα σε έδρα του ανώτατου οικονομικού υπαλλήλου, του Τεφτερδάρη και του Γραμματικού της Πόρτας που ήταν χριστιανός υπάλληλος, υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση υποθέσεων μεταξύ των χριστιανών κατοίκων και της τουρκικής αρχής. Στη δικαιοδοσία του Τεφτερδάδη ανήκε και η οπλαποθήκη (τζεπχανές). Η περιπέτεια της λότζιας συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση. Η «Κρητική Πολιτεία» προτείνει το οίκημα να χρησιμοποιηθεί ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά όμως, από ένα σεισμό που έγινε, κρίθηκε ότι το κτίριο δεν ήταν ασφαλές και εγκαταλείφθηκε η ιδέα της στέγασης εκεί του Μουσείου.
Αργότερα το 1904 θεωρήθηκε ετοιμόρροπο και άρχισε, δυστυχώς η χωρίς επιμέλεια, κατεδάφιση του α’ ορόφου. Τον επόμενο χρόνο παραχωρήθηκε στο Δήμο, μαζί με την Αρμερία, για να στεγάσει τις υπηρεσίες του. Θα περάσουν όμως 10 χρόνια προκειμένου να τοποθετηθεί επίσημα ο θεμέλιος λίθος για την αναστήλωση του κτιρίου. Την γενική επιμέλεια των εργασιών είχε ο Maximilian Ongaro, που ήταν έφορος των καλλιτεχνικών μνημείων της Βενετίας. Και πάλι όμως οι εργασίες καθυστέρησαν. Στο τέλος 1934 παραδίδεται σε χρήση το κτίριο της οπλαποθήκης για την εγκατάσταση μερικών υπηρεσιών του Δήμου.
Μετά από χρόνια και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν και πάλι οι εργασίες ανοικοδόμησης του Μνημείου και της σύνδεσής του με την Αρμερία μέσω ενός αιθρίου. Σήμερα στον α’ όροφο έχει διαμορφωθεί ειδική αίθουσα τελετών και συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου που έχει επιπλωθεί και διακοσμηθεί ανάλογα. Επιστέγασμα όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η βράβευση τo 1987 από το Διεθνή Οργανισμό Europa Nostra για την πλέον επιτυχή αναστήλωση ιστορικού κτιρίου με σύγχρονη χρήση στον ελληνικό χώρο.