Η Αρχαία Άκανθος
Η αρχαία Άκανθος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Ακτής, της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, στη θέση της σημερινής Ιερισσού. Ο Θουκυδίδης αναφέρει την Άκανθο, ενώ ο Πλούταρχος ως μεικτή αποικία Ανδρίων και Χακλιδέων, που ιδρύθηκε στην «Ακτή του Δράκοντος», στη θέση προϋπάρχοντος πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο και τα αρχαιολογικά δεδομένα πιθανή χρονολογία ίδρυσής της είναι το 655 π.Χ. Οι οικονομικοί πόροι της προέρχονταν από τον ορυκτό και δασικό της πλούτο αλλά και τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που διακινούταν από το αξιόλογο λιμάνι της.
Την ανάπτυξή της στην αρχαϊκή περίοδο αντανακλά η μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της, που αρχίζει γύρω στο 530 π.Χ. με έμβλημα το ταυροκτόνο λιοντάρι. Το πρώτο ιστορικό στοιχείο, ήδη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., τη συσχετίζουν με τους περσικούς πολέμους. Ως ελεύθερη πόλη η Άκανθος αρχικά ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και αργότερα της Σπαρτιατικής. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., σε περίοδο μεγάλης ακμής, αντιτάχθηκε και δεν προσχώρησε ποτέ στη Χαλκιδική Συμμαχία. Το 348 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες χωρίς να καταστραφεί. Αργότερα ενσωματώθηκε στην περιοχή της Ουρανούπολης, η νέα πόλη που ιδρύθηκε στον ισθμό, ανάμεσα στο Στρυμονικό και στο Σιγγιτικό κόλπο, από τον Αλέξαρχο, τον αδελφό του Κασσάνδρου. Σύμφωνα με τον Λίβιο γύρω στο 200 π.Χ. η Άκανθος πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, που αξιοποίησαν, όπως φαίνεται, τις φυσικές πηγές πλούτου και το λιμάνι της. Η ζωή της Ακάνθου συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών μέχρι τα νεότερα χρόνια.
Η αρχαία πόλη εκτείνεται σε γραφική λοφοσειρά, 600 μέτρα περίπου νοτιοανατολικά από τον οικισμό της Ιερισσού, όπου διατηρούνται λείψανα των τειχών, ένα εντυπωσιακό τμήμα της ακρόπολης, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και οικοδομικά απομεινάρια ελληνιστικών χρόνων. Στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο σώζονται μία ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία και δύο μεταβυζαντινές. Η Άκανθος δεν έχει ανασκαφεί ακόμη συστηματικά αντίθετα με τη νεκρόπολη, που η έρευνά της άρχισε ήδη από το 1973. Ιδιαίτερα εκτεταμένος ο χώρος του νεκροταφείου κατέχει το παράλιο τμήμα της Ιερισσού και αριθμεί μέχρι σήμερα περισσότερους από 600 τάφους.
Χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, και στη συνέχεια, ίσως με κάποιες διακοπές, μέχρι το 17ο αι. π.Χ. Οι τάφοι εκτείνονται σε δύο ή τρία τουλάχιστον επάλληλα στρώματα, είτε σε μικρό βάθος, στο στρώμα του χώματος, είτε σε μεγαλύτερο, στην άμμο. Η διάταξη των τάφων είναι συνήθως παράλληλη στη γραμμή του αιγιαλού. Ο προσανατολισμός των νεκρών είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, από νοτιοανατολικά (κρανίο νεκρών- στόμιο αγγείων) προς βορειοδυτικά. Στην Άκανθο ενήλικες και παιδιά θάβονται στον ίδιο χώρο σύμφωνα με τα γνωστά ταφικά έθιμα της αρχαιότητας, στα οποία κυριαρχεί ο ενταφιασμός. Χρησιμοποιούνται διάφορα είδη τάφων, όπως ορθογώνιοι λάκκοι είτε απλοί είτε επενδεδυμένοι με πηλό ή πήλινες λάρνακες, συνήθως ακόσμητες, μερικές φορές όμως με ανάγλυφη η ζωγραφική διακόσμηση, κιβωτιόσχημοι τάφοι, κεραμοσκεπείς και εγχυτρισμοί, δηλαδή ταφές μέσα σε πίθους ή μικρότερα αγγεία- αμφορείς, υδρίες, στάμνοι, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό βρεφικών ή παιδικών ταφών.
Τα κτερίσματα, που συνήθως είναι τοποθετημένα μέσα στους τάφους δίπλα ή επάνω στους νεκρούς, είναι πολυάριθμα και ποικίλα ανάμεσα τους υπερτερούν τα πήλινα αγγεία, είτε για τροφή στερεή ή υγρή. Πολλές φορές τα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς αποτελούσαν και τα προσωπικά τους αντικείμενα ή σχετίζονταν με τα επαγγέλματα και τις προσωπικές τους ασχολίες, όπως κοσμήματα, περόνες, πόρπες, καθρέφτες, στλεγγίδες, βελόνες, αγκίστρια, κλαδευτήρια, μαχαίρια. Όπλα αποκαλύπτονται σπάνια. Πολύ συχνά, στις γυναικείες και στις παιδικές ιδιαίτερα ταφές, υπάρχουν πήλινα ειδώλια, που απεικονίζουν χθόνιες θεότητες, διάφορες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, ηθοποιούς, ερωτιδείς, ζώα. Τα ευρήματα παρουσιάζουν πλατιά τυπολογία και προέλευση. Αντιπροσωπεύονται διάσημα εμπορικά κέντρα του αρχαίου κόσμου και διάφορα εργαστήρια, ενώ είναι αισθητή η παράλληλη ανάπτυξη και της τοπικής παραγωγής. Συγγενικά ταφικά έθιμα, παρόμοιοι τύποι ταφών και ευρήματα απαντούν σε πολλά άλλα νεκροταφεία των αρχαίων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης και φανερώνουν επιδράσεις, επαφές και εμπορικές συναλλαγές τόσο με την ελληνόφωνη Ανατολή όσο και με γνωστά κέντρα του νησιώτικου χώρου, την Εύβοια, την Αθήνα, την Κόρινθο και τη Βοιωτία.