Μουσείο Ποντιακού Ελληνισμού
Το Μουσείο Ποντιακού Ελληνισμού καταγράφει νηφάλια και προσεκτικά μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Ελληνισμού, ένα κομμάτι της Ελληνικής Διασποράς συμβάλλοντας κατ’ επέκταση στον προσδιορισμό και την ερμηνεία της σύγχρονης μορφής του Ελληνισμού.
Ανατρέχοντας στην πρώτη ερευνητική αποστολή συλλογής λαογραφικού υλικού από τη Μακεδονία, που πραγματοποίησε ο τότε Γενικός Γραμματέας Σίμος Λιανίδης, φιλόλογος-λαογράφος, διαπιστώνουμε την επιστημονική μέθοδο που χαρακτηρίζει την πρώτη ενέργεια για το Μουσείο. Στοιχείο του πνευματικού και υλικού πολιτισμού από τους Πόντιους της Μακεδονίας, καταγόμενους κυρίως από αγροτικές περιοχές του Πόντου, αποτέλεσαν τον πυρήνα του μουσειολογικού υλικού που εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με τα οικογενειακά κειμήλια Ποντίων από όλη την Ελλάδα.
Η ανταπόκριση των ιδιωτών στην έκκληση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, μέσω των μελών της, έφερε μεγάλο αριθμό αντικειμένων. Τα αντικείμενα αυτά είτε ήταν από πολύτιμα είτε από ευτελή υλικά, εφόσον σημάδευαν με την κατασκευή και τη χρήση τους τη ζωή των Ελλήνων του Πόντου, γίνονταν αποδεκτά από εμάς με λογική και συναίσθημα, δηλαδή με επιστημονική και ευλαβική καταγραφή και διαφύλαξη.
Από τα πρώτα χρόνια οργάνωσης της μουσειακής συλλογής, η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών εκπροσωπείται στο Ελληνικό Τμήμα του ICOM (διεθνούς οργανισμού για τα Μουσεία) και συντηρεί γόνιμη επικοινωνία για τη δεοντολογική οργάνωση και λειτουργία του Μουσείου.
Το υλικό του Μουσείου τοπικά εκτείνεται σε όλη σχεδόν την περιοχή του Πόντου και των τόπων μετανάστευσης των Ποντίων γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στην περιοχή των μακρινών τέως σοβιετικών δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Χρονολογικά τα αντικείμενα ξεκινούν από το 17. αι. αλλά η πλειονότητά τους αντιπροσωπεύει το τέλος του 19. και τις αρχές του 20. αι., ενώ δε λείπουν και τεκμήρια ζωής των προσφύγων στην Ελλάδα μερικές δεκαετίες πριν.
Η λαμπρότερη και πλουσιότερη συλλογή είναι των παραδοσιακών γυναικείων ενδυμάτων και κοσμημάτων, αξιόλογη είναι η πλούσια συλλογή αστικής οικοσκευής, σπουδαιότατα τα παλαίτυπα και τα ιστορικά έγγραφα, εξαιρετικά τα δείγματα αργυροχοϊας, μοναδικό στο μεγαλύτερο μέρος του το πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό και τέλος συγκλονιστικό το ηχητικό υλικό ομιλίας, τραγουδιού και μουσικής από την καταγραφή του Σίμου Λιανίδη.
Στην ολοκλήρωση της έκθεσης συντέλεσαν κατά μεγάλο μέρος οι δωρεές συλλογών ιδιωτών και η παραχώρηση μέρους της συλλογής ενός σωματείου. Συγκεκριμένα : Η συλλογή Γιώργου Μακρίδη και Πόλυ Χάιτα στήριξαν αρκετές ενότητες. Ξεχωριστά αναφέρω τους αδελφούς Απόστολο και Κορίνα Σουμελίδου, οι οποίοι πολλαπλά συνέδραμαν το Μουσείο ως δωρητές – από τους πρώτους – αλλά και ως χορηγοί. Η συναισθηματική τους σχέση με τα καλοδιατηρημένα κειμήλιά τους, είτε ήταν πολυτελή είτε σοφά χειροτεχνήματα της ίδιας της Κορίνας Σουμελίδου, μεταδόθηκε και σε εμάς κάνοντας τη δουλειά μας να πάλλεται από συγκίνηση. Από τους ποντιακούς συλλόγους οι «Αργοναύται-Κομνηνοί» στήριξαν σε μεγάλο μέρος την Έκθεση παραχωρώντας ένα μεγάλο μέρος της συλλογής τους.
Η οργάνωση της Έκθεσης περιέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των κειμηλίων που ήταν κατάλληλα για το συγκεκριμένο σχεδιασμό και έφτασαν την κατάλληλη στιγμή στη «Στέγη Κειμηλίων». Πολύ ενδιαφέρον υλικό φυλάσσεται ευλαβικά σε άλλο χώρο του κτιρίου. Στην πρόθεση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών όμως είναι να γίνεται εναλλαγή ομοειδών αντικειμένων μετά από ένα χρονικό διάστημα. Ακόμη τα κειμήλια που δεν εκτέθηκαν προβλέπεται να εκτεθούν μετά από ειδική μελέτη και οργάνωση σε άλλο όροφο ειδικό για περιοδικές εκθέσεις.
Από την ομιλία της Εφόρου Μουσείου Λένας Καλπίδου κατά τη διάρκεια των εγκαινίων του Μουσείου Ποντιακού Ελληνισμού