Νεολιθικός οικισμός Διμηνίου
Στις βορειοδυτικές παρυφές του σημερινού χωριού Διμήνι, 5 χλμ. από την πόλη του Βόλου, επάνω σε χαμηλό λόφο με εξαίρετη εποπτεία στον Παγασητικό κόλπο, βρίσκεται ο μεγάλος και καλά οργανωμένος προϊστορικός οικισμός του Διμηνίου. Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής στην Ελλάδα. Μαζί με το Σέσκλο είναι οι πιο συστηματικά ανασκαμμένες νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας, που μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και οικονομική οργάνωση των προϊστορικών οικισμών 1. Η θέση σήμερα απέχει 3 χλμ. από την ακτογραμμή, ωστόσο την 5η χιλιετία η θάλασσα βρισκόταν πολύ πλησιέστερα. Ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό του Διμηνίου αποτελεί η συνέχεια της κατοίκησης από τη Νεότερη Νεολιθική έως το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πρόσβαση σε πεδινές εκτάσεις κατάλληλες για γεωργική καλλιέργεια και κτηνοτροφία, καθώς και στις θαλάσσιες οδούς του κεντρικού Αιγαίου αποτελούσαν τις κύριες προϋποθέσεις για την αδιάκοπη κατοίκηση των προϊστορικών θέσεων. Οι ανασκαφές άρχισαν το 1901 από το Β. Στάη και συνεχίστηκαν το 1903 από το Χρ. Τσούντα, ο οποίος και δημοσίευσε τον οικισμό 2. Το 1974-1976 ο Γ. Χουρμουζιάδης συνέχισε τις έρευνες με σκοπό την επανεξέταση του ρόλου των περιβόλων.
Η πρώτη εγκατάσταση στο λόφο χρονολογείται στα μέσα της 5ης χιλιετίας, στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Ήταν μία οργανωμένη κοινότητα 200-300 κατοίκων, που ζούσαν σε 30-40 σπίτια και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με την αλιεία, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα. Το Διμήνι ξεχωρίζει από τους άλλους νεολιθικούς οικισμούς γιατί παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, τους έξι περιβόλους που ήταν κατασκευασμένοι από πέτρες και πηλό ως συνδετικό υλικό, και οι οποίοι είχαν οικοδομηθεί γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη, με σκοπό πιθανότατα να στηρίζουν το έδαφος του λόφου και να ορίζουν το χώρο κατοίκησης. Το πάχος των περιβόλων αυτών κυμαίνεται από 0,60 έως 1,50μ. Ανάμεσά τους ήταν κτισμένα τα σπίτια από πέτρες και πλίνθινη ανωδομή, ενώ στο κέντρο βρισκόταν μία ευρύχωρη αυλή. Τα σπίτια ήταν κολλημένα στους περιβόλους και αυτό καθόριζε και το ύψος τους. Ο Χρ. Τσούντας διατύπωσε την άποψη ότι πρώτα χτίστηκαν οι τρεις πρώτοι περίβολοι και μετά οι άλλοι τρεις και ότι όλοι είχαν αμυντικό-οχυρωματικό χαρακτήρα. Ο Γ. Χουρμουζιάδης υποστήριξε ότι οι περίβολοι έγιναν σταδιακά, ανάλογα με την αύξηση του πληθυσμού και την οικιστική εξέλιξη και ότι οι περίβολοι αποτελούσαν χωροταξικά στοιχεία του οικισμού, που μέσω ακτινωτών εισόδων περιέκλειαν τέσσερα οικιστικά σύνολα, τα οποία περιελάμβαναν χώρους οικιστικούς, αποθηκευτικούς και χώρους εργασίας. Η κεραμική, που βρέθηκε στον οικισμό, γνωστή ως κεραμική «Διμηνίου», χαρακτηρίζεται από αγγεία με σκούρα διακόσμηση από γεωμετρικά μοτίβα, που καλύπτει όλη την ανοιχτόχρωμη επιφάνειά τους. Βρέθηκε, επίσης, μεγάλος αριθμός εργαλείων από οψιανό, πυριτόλιθο, λειασμένη πέτρα και οστό, ειδώλια και κοσμήματα (βραχιόλια από θαλασσινό όστρεο Spondylus Gaederopus). Οι ταφικές συνήθειες των κατοίκων δεν είναι γνωστές. Στον οικισμό βρέθηκαν μόνο δύο ταφές νηπίων τοποθετημένες μέσα σε αγγεία.
Η κατοίκηση συνεχίσθηκε στο Διμήνι και κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, με σταδιακή διαμόρφωση μιας οικίας σε μέγαρο στη ΒΑ πλευρά της Κεντρικής Αυλής. Στη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η κατοίκηση μεταφέρθηκε στην πεδινή περιοχή ανατολικά του λόφου. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έκταση του οικισμού στη Μέση Εποχή του Χαλκού, ούτε αν υπήρξε κάποια διακοπή στην κατοίκηση μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού, ο λόφος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο έχουν αποκαλυφθεί 16 κιβωτιόσχημοι τάφοι 3. Στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ο οικισμός εγκαταλείπεται και δεν ξανακατοικείται μέχρι τις αρχές του 19ου αι. μ.Χ., όταν γεωργοί από τη Μακρυνίτσα κτίζουν τα πρώτα καλύβια στο σύγχρονο πλέον Διμήνι 4.
Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη,
Δρ. Αρχαιολόγος
Επίτιμη Διευθύντρια ΥΠ.ΠΟ.Τ