Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα
Υπάρχουν όμως και ευρήματα του τέλους του 4ου αι. ή των αρχών του 3ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. σημειώθηκαν προσθήκες. Ο χώρος της αυλής κατοικήθηκε και πάλι τον 1ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει τη λειτουργία του ιερού στον 8ο αι. π.Χ. που επιβεβαιώνεται και από τα ειδώλια της Περσεφόνης και τη “Νεωνία” της Οδύσσειας. Μερικά μυκηναϊκά όστρακα και ένα μυκηναϊκού τύπου χάλκινο ξίφος οδηγούν στο 13ο αι. π.Χ. Το ελληνιστικό ιερό πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος περιβάλλει ένα τετράγωνης κάτοψης κτίριο, το κυρίως ιερό. Το κτίριο αυτό χωρίζεται με δυο παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα και δύο πλάγια κλίτη , που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα, λαξευμένη στο βράχο. Δεκαπέντε πώρινα τόξα στηρίζουν την οροφή της υπόγειας κρύπτης. Το κτίριο χρονολογείται στο τέλος 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. προστέθηκε Δ του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Αξιοπρόσεκτη είναι η τριμερής διάρθρωση του οικοδομήματος που υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσμου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν ο προσκυνητής.