Κώστας Κρυστάλλης
Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης• του βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν μία σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο.
H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερεις προτομές (στην Πεντέλη, στην Άρτα, στα Γιάννενα και στη Λάρισα).
Στην προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις είκοσι έξι χρονών.
Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, από οικογένεια που είχε προσφέρει πολλά στην υπόθεση της πατρίδας. Όταν τελείωσε το δημοτικό, κατέβηκε στα Γιάννενα, να μπει στη Ζωσιμαία Σχολή. Στην πόλη αυτή έμενε και ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος άλλοτε, που άρχισε όμως να ξεπέφτει μετά το 1881.
Ένας πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας ζήτησε τότε από το γέρο-Κρυστάλλη, να του δώσει τον Κώστα να τον στείλει για δωρεάν σπουδές στο Βουκουρέστι. Με την πρόταση αυτή ο πατέρας πληγώθηκε στην εθνική φιλοτιμία του, και μάλιστα ράπισε τον πράκτορα.
Τα ίδια πατριωτικά αισθήματα είχε και ο νεαρός μαθητής-ποιητής, ο οποίος είχε τελειώσει τότε ένα πρωτόλειο «επύλλιον», με τον τίτλο: «Αι Σκιαί του Αδου». H ποιητική αυτή σύνθεση, μολονότι άτεχνη, παλλόταν από πατριωτική έξαρση. Ο πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Κατάγγειλε το έργο στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή, o οποίος διέταξε τη σύλληψη του νεαρού Κρυστάλλη. Οι συμμαθητές του της Ζωσιμαίας τον βοήθησαν να κρυφτεί, και ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, τα Χριστούγεννα του 1888, κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα και να καταφύγει στην Αθήνα.
H αγωνιώδης προσπάθεια του να πετύχει κάποια υποτροφία, για να τελειώσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δεν έφερε αποτέλεσμα. Και επειδή πλέον αντιμετώπιζε θέμα πείνας, αναγκάστηκε να εργαστεί επί δύο χρόνια ως τυπογράφος σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Αργότερα εργάστηκε για μερικούς μήνες ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάν. Δαμβέργη και ύστερα ως υπάλληλος των εκδοτηρίων στους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Άρτα τον Απρίλιο του 1894, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών.
Αναστημένος στη σκλαβιά, ύμνησε την ελευθερία. Και χάνοντας τις ομορφιές της ορεινής Ηπείρου, που δεν επρόκειτο να ξαναδεί, (οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει ερήμην 25 χρόνια εξορία στό φεζάν), έκανε τραγούδι τη νοσταλγία του. Υπάρχει πολύ πάθος και πολλή αλήθεια μέσα στους στίχους του, γι’ αυτό και μας δίνουν μία γνήσια συγκίνηση.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το επύλλιον», «Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (1889). Τα «Αγροτικά» (1891), τον «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» (1893).
Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε ακόμα με το διήγημα και δημοσίευσε τη συλλογή: «Πεζογραφήματα» (1894), όπου βλέπουμε επίσης να μοσκοβολάει η νοσταλγία γιά τη χαμένη πατρίδα και η απλότητα της βουνίσιας ψυχής. Μία εκτεταμένη ιστορικό-λαογραφική μελέτη για τους «Βλάχους της Πίνδου» (το υλικό της οποίας ο Κρυστάλλης ετοίμαζε από μαθητής) μας δείχνει τις σημαντικές δυνατότητες του, που δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν. Οι τελευταίες ποιητικές συνθέσεις του: (Γκόλφω, Ψωμαπάτης) έμειναν μισοτελειωμένες.
Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά (κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά του, όταν έμαθε ότι ήταν φυματικός). Μία πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο: «Ο Τσέλιγκας».