Γιώργος Βιζυηνός

Γεννήθηκε το 1849 στη Βιζώ η Βίζα της Θράκης, την αρχαία Βιζύη και πέθανε το 1896 στη Αθήνα. Το όνομά του ήταν Σύρμας, ενώ τα πρώτα χρόνια παρουσιαζόταν με το επώνυμο του πατέρα του που ήταν Μιχαηλίδης. Ξεκίνησε γράφοντας ποιήματα, τολμώντας να γράψει στην απλή ελληνική γλώσσα. Χαρακτηριστικό είναι το εξής ποίημά του: «Αφήνω γω τα Ληνικά/ το περίγραμμα του /στον ποιητή που δε γροικά/ τη γλώσσα του μπαμπά του.».Έμεινε ορφανός. Πέρασε τυραννισμένα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Με πολλές στερήσεις σπούδασε στη Γερμανία, αφού προηγουμένως έφυγε –λόγω της φτώχειας που έδερνε την οικογένειά του-στη Κωνσταντινούπολη, όπου δούλεψε σε Έλληνα ράφτη, ο οποίος του φερόταν απάνθρωπα. Είχε έμφυτη κλίση στα γράμματα και «απέχειαν του πρακτικού βίου» όπως έγραψε ο ίδιος. Όταν πέθανε το αφεντικό του, κατέφυγε στο έλεος ενός πελάτη μεγαλέμπορα Κύπριου , που τον περιμάζεψε στο σπίτι του. Βλέποντας την πνευματικότητά του, τον έστειλε σε ηλικία 18 ετών στην Κύπρο κοντά στον αρχιεπίσκοπο. Φόρεσε ράσο ως αναγνώστης. Αρνήθηκε να γίνει ιερωμένος. Πήγε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης στη Πόλη. Με υποτροφία ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Οι σπουδές του στη Γερμανία και τα ταξίδια του σε Λονδίνο και Παρίσι αποτέλεσαν μια δεκαετία πανεπιστημονικής μάθησης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ατθίδες αύραι» δημιούργησε σταθμό στην ελληνική ποίηση. Ήταν ποιήματα με θέματα αντλημένα από τη ζωή, τις παραδόσεις και τα απελευθερωτικά οράματα της εποχής. Τα διηγήματά του δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Εστία». Στα κείμενά του είναι ένας βαθύς ψυχογράφος. Ζωντανεύει περιστατικά που έζησε, πρόσωπα, σκηνές. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του δούλεψε ως καθηγητής ψυχολογίας σε γυμνάσια, είχε αναγορευθεί σε υφηγητή στο Πανεπιστήμιο. Τελικά ένα αφροδισιακό νόσημα τον έπληξε στο μυαλό. Κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο. Και εκεί, φανταζόταν πλούτη, παλάτια, ταξίδια, ευτυχίες, όλα αυτά που στερήθηκε στη ζωή του.

 

περισσότερα